- περιτύμβιος
- -ον, Αο γύρω απὸ τον τύμβο, γύρω απὸ τον τάφο («περιτύμβια δάκρυα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τύμβος + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιτύμβια — περιτύμβιος at the grave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)